Μεταπολίτευση: από τη στιγμή στη διάρκεια.
Tα χρόνια 1974-1989
Η επιστροφή στο παρελθόν και η νέα ανάγνωση της ιστορίας με στόχο την κατανόηση και τη «θεραπεία του προβλήματος» παρήγαγε τα τελευταία χρόνια ένα ιδιόλεκτο νοσηρότητας με άγνωστες έως μέχρι σήμερα παθήσεις: «τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης», «την κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», «τη διαφθορά», «τη γενιά του Πολυτεχνείου», «τους βολεμένους του δημόσιου τομέα», «τις πελατειακές σχέσεις», «τη συντεχνιακή οργάνωση του κράτους και της οικονομίας», «το λαϊκισμό», «τα φαινόμενα βίας και ανομίας», «τη δημοσιονομική εκτροπή», κ.α. Όλες αυτές οι νέες νοηματοδοτήσεις που κατακλύζουν το δημόσιο λόγο ως εύκολες και αβίαστες διαγνώσεις ενός προβλήματος - ιδιότυπα ελληνικού κατά τη συλλογιστική αυτή- και που όλοι λίγο πολύ γνωρίζαμε αλλά δεν κάναμε τίποτα για να το λύσουμε, συσκοτίζουν συστηματικά την κατά τα άλλα αναγκαία διαδικασία αναστοχασμού και αυτογνωσίας. Μια διαδικασία που αναγκαίο είναι να ανοίγεται από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα. Αυτές οι αφοριστικές διαπιστώσεις, εκτός των άλλων προσεγγίζουν μια περίοδο τοποθετημένη σε ένα διαφορετικό και διακριτό ιστορικό πλαίσιο με αναχρονισμούς και μεταφορές του παρόντος στο παρελθόν. Παρά ταύτα, αναδεικνύουν αθέλητα, μια επιμέρους αλλά βασική συλλογική αντίληψη για την περίοδο που ακολουθεί την πτώση της δικτατορίας: τη μακρά διάρκεια της Μεταπολίτευσης στο συλλογικό μνημονικό. Η Μεταπολίτευση αναδεικνύεται έτσι σε έναν «χρονότοπο», σε ένα ιστορικό πλαίσιο μακράς διάρκειας όπως εύστοχα παρατηρούν οι
Αναμφίβολα το 1974 αποτελεί έτος-σταθμό για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία σηματοδοτώντας την είσοδο της Ελλάδας σε μια σταθερή κοινοβουλευτική δημοκρατία –την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία– ύστερα από την πτώση μιας επταετούς Δικτατορίας, με καταστροφικά αποτελέσματα εντός της χώρας και με τραγικό κύκνειο άσμα της την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Περαιτέρω, το 1974 υπήρξε η χρονική στιγμή όπου το μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής μετεμφυλιακής ιστορίας έβαινε οριστικά προς το κλείσιμό του. Η ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή σταδιακά απαλλάχθηκαν από το θολό και ταραγμένο περιβάλλον του μετεμφυλιακού κράτους, μέσω της ταχείας εγκαθίδρυσης ομαλών κοινοβουλευτικών θεσμών, τον πολιτειακό εκδημοκρατισμό μέσω της κατάργησης του θεσμού της βασιλείας και με την άρση των πολιτικών διώξεων μέσω της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και άλλων μέτρων. Ωστόσο αν το 1974 είναι το σημείο έναρξης σε όλες τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις για την εποχή αυτή, από τα ποικίλα επιστημονικά πεδία (ιστορία, πολιτική επιστήμη κλπ), το συμβατικό έστω τέλος της περιόδου –όταν οι πειθαρχίες αυτές αποδέχονται ότι υπάρχει– είναι κάτι ρευστό. Αναμφίβολα το 1974 αποτελεί έτος-σταθμό για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία σηματοδοτώντας την είσοδο της Ελλάδας σε μια σταθερή κοινοβουλευτική δημοκρατία –την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία– ύστερα από την πτώση μιας επταετούς Δικτατορίας, με καταστροφικά αποτελέσματα εντός της χώρας και με τραγικό κύκνειο άσμα της την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Περαιτέρω, το 1974 υπήρξε η χρονική στιγμή όπου το μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής μετεμφυλιακής ιστορίας έβαινε οριστικά προς το κλείσιμό του. Η ελληνική κοινωνική και πολιτική ζωή σταδιακά απαλλάχθηκαν από το θολό και ταραγμένο περιβάλλον του μετεμφυλιακού κράτους, μέσω της ταχείας εγκαθίδρυσης ομαλών κοινοβουλευτικών θεσμών, τον πολιτειακό εκδημοκρατισμό μέσω της κατάργησης του θεσμού της βασιλείας και με την άρση των πολιτικών διώξεων μέσω της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και άλλων μέτρων. Ωστόσο αν το 1974 είναι το σημείο έναρξης σε όλες τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις για την εποχή αυτή, από τα ποικίλα επιστημονικά πεδία (ιστορία, πολιτική επιστήμη κλπ), το συμβατικό έστω τέλος της περιόδου –όταν οι πειθαρχίες αυτές αποδέχονται ότι υπάρχει– είναι κάτι ρευστό.
Η ελληνική περίπτωση παρουσιάζει ιδιαιτερότητα όσον αφορά τον ίδιο τον όρο που επιλέχθηκε,
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις υπόλοιπες χώρες του «τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού» – την Ισπανία και την Πορτογαλία – οι οποίες έζησαν αντίστοιχες διαδικασίες μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, στην Ελλάδα
Το τέλος της Μεταπολίτευσης εν στενή εννοία, το τέλος δηλαδή της πολιτειακής μεταβολής τοποθετείται χρονικά στο 1975, με τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, τη διενέργεια του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα, τις πρώτες ελεύθερες εκλογές και την αναθεώρηση του Συντάγματος. Το τέλος όμως της Μεταπολίτευσης, ως μεταβατικής περιόδου που θα οδηγούσε στην εδραίωση της δημοκρατίας, θα μπορούσε υπό ένα πρίσμα να θεωρηθεί ότι επέρχεται το 1981 με την έμπρακτη επιβεβαίωση της απρόσκοπτης εναλλαγής των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία και την απομάκρυνση πια του κινδύνου εκτροπής. Ο ιστορικός συμβιβασμός του 1989 αποτελεί έναν ακόμη σταθμό στο μικρό αυτό επικήδειο χρονικό. Αν το κομματικό σύστημα της δεκαετίας του ’80 αντανακλούσε τις διαιρετικές τομές της προδικτατορικής Ελλάδας της δεκαετίας του ’40 και του ’60, η συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς και η «άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου», οδήγησε στη θεσμική και πολιτική υπέρβαση των κληρονομημένων διαιρέσεων. Σε κάθε περίπτωση, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και έπειτα θα ήταν αρκετά παράταιρο να μιλάμε για Μεταπολίτευση, καθώς η διαδικασία πολιτειακής μεταβολής και η εδραίωση ενός δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος δεν θα μπορούσε να συνεχίζεται αέναα στο χρόνο. Περαιτέρω, στην ίδια δεκαετία πέρα από το πεδίο της εσωτερικής πολιτικής και σε επίπεδο διεθνών και διακρατικών σχέσεων, η Ελλάδα διανύει ήδη τη δεύτερη δεκαετία ενεργής συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας έτσι σε θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο ενσωματώσει πολλά από τα ποιοτικά αυτά χαρακτηριστικά.
Η Μεταπολίτευση είναι μεν η περίοδος που άνθισε το πελατειακό κράτος, η πολιτική διαφθορά, η κοινωνική επανάπαυση, οι μεγαλόστομες διακηρύξεις και οι φρούδες προσδοκίες, η συλλογική αποστράτευση και η στροφή προς τον ατομικισμό προϊόντος το χρόνου, αλλά είναι συνάμα μια ιστορία δημοκρατικών και κοινωνικών διεκδικήσεων και πολιτικής συμμετοχής, με μια συλλογική μάλιστα αίσθηση ότι εφαρμόζονται ιστορικές μεταβολές στον καθημερινό βίο. Αποστραγγίζοντας λοιπόν τη μία από τις δύο παραμέτρους η εικόνα που προκύπτει είναι ελλειμματική. Όπως έχει καταδειχθεί από τα πρώτα ευρήματα σχετικών ερευνών, η Μεταπολίτευση επέδρασε καταλυτικά στο σύγχρονο χαρακτήρα του κράτους και της ελληνικής κοινωνίας, αποτελώντας τη μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδο πολιτικής και κοινοβουλευτικής σταθερότητας αλλά και μεγέθυνσης των οικονομικών δεδομένων της χώρας. Η σταθερότητα αυτή σε συνδυασμό με την έντονη πολιτικοποίηση ιδίως των ετών 1974-1989 και την πρωτοφανή άνθηση των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, των εργατικών και των φοιτητικών κινητοποιήσεων επέτρεψε μια γενικευμένη παραγωγή και κίνηση των ιδεών σε ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας φέρνοντας στο προσκήνιο νέες και άγνωστες έως τότε κοινωνικές ομάδες. Ειδικά στα πρώτα χρόνια οι ομάδες αυτές εκφράστηκαν πληθυντικά δεδομένου του πλαισίου ελευθερίας και άρσης των παραγόντων καταπίεσης που ίσχυαν επί δικτατορίας. Το φεμινιστικό κίνημα, οι οικολογικές ομάδες και πρωτοβουλίες, οι ομάδες για την προάσπιση της σεξουαλικής απελευθέρωσης και οι αρνητές στράτευσης είναι μερικές μόνο περιπτώσεις κοινωνικών ομάδων διεκδίκησης που ήρθαν στο προσκήνιο κατά την εποχή αυτή.
Το εκδοτικό και αρχειακό αποτύπωμα της εποχής είναι πληθωρικό και ετερογενές. Όλη αυτή η συσσωρευμένη ανάγκη για έκφραση εκδηλώθηκε ως αθρόα παραγωγή εντύπων, περιοδικών, φυλλαδίων, αφισών κλπ. Στη διάδοσή του υλικού αυτού η συμβολή των νέων τεχνολογιών υπήρξε καθοριστική, επιτρέποντας τη μαζικοποίηση της παραγωγής αλλά και την εικαστική αναβάθμιση του τελικού προϊόντος, όπως ιδιαίτερα στην περίπτωση της αφίσας. Ο πλούτος αυτού του υλικού αν και έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη δεν έχει λάβει τη θέση που αρμόζει στη σύγχρονη αρχειακή πραγματικότητα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελεί κοινό βίωμα και ανάμνηση των σύγχρονων Ελλήνων η εικόνα των εκτεταμένων αφισοκολλήσεων κατά τις προεκλογικές περιόδους, τα πλαστικά σημαιάκια και οι μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις στις πλατείες, εντούτοις τα αρχειακά αυτά ντοκουμέντα δεν υπάρχουν σε σημαντικό βαθμό συγκεντρωμένα, τεκμηριωμένα και ελεύθερα διαθέσιμα για την έρευνα. Τα τεκμήρια αυτά εξαιτίας του εφήμερου χαρακτήρα τους σπανίως αντιμετωπίστηκαν ως δυνάμει ιστορικά ντοκουμέντα για την εποχή εμποδίζοντας έτσι σε κάποιο βαθμό την εκπόνηση σχετικών μελετών.
Το παρόν έργο επιχειρεί να ανασυνθέσει με διαφορετικούς τρόπους μια μεγάλη και κυρίως πολύ πυκνή σε συμβάντα περίοδο, αυτή των ετών 1974 -1989. Για το λόγο αυτό η ιστοσελίδα που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του έργου αρθρώνεται σε 7 γενικές θεματικές ενότητες. Κάθε μία από αυτές εσωτερικά δομείται στα εξής τρία πεδία: ερμηνευτικό κείμενο – εργαλεία έρευνας – συναφές αρχειακό υλικό. Έτσι, δημιουργούνται διαφορετικά επίπεδα πληροφορίας για τον μη ειδικό και τον ερευνητή της περιόδου διευρύνοντας έτσι το κοινό απεύθυνσης της ιστοσελίδας. Εξυπακούεται ότι καθεμία από τις 7 θεματικές ενότητες δεν είναι εξαντλητική ως προς τα ζητήματα που παρουσιάζει τόσο σε επίπεδο κειμένων όσο και σε επίπεδο αρχειακού υλικού, αλλά προσπαθεί να χαρτογραφήσει την εποχή. Ειδικώς για την καταγραφή και παρουσίαση του αρχειακού υλικού δημιουργήθηκε ένα διακριτικό αποθετήριο (βλ. στο μενού «Αρχειακό υλικό») το οποίο παρέχει πολλαπλές δυνατότητες αναζήτησης τεκμηρίων. Το υλικό το οποίο τροφοδότησε το αποθετήριο προέρχεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τις συλλογές των ΑΣΚΙ.
Περαιτέρω επιδίωξη της ιστοσελίδας είναι να ισορροπήσει μεταξύ βάθους πληροφορίας και τεκμηρίωσης από τη μία και χρηστικότητας από την άλλη, εγχείρημα καταστατικά περίπλοκο και δύσκολο. Σε μια προσπάθεια να οπτικοποιήσει καλύτερα τα δεδομένα της πρωτογενούς έρευνας, συμβαδίζοντας έτσι με τις σύγχρονες ανάγκες του Internet, αξιοποίησε σύγχρονες και καθιερωμένες ψηφιακές εφαρμογές όπως οι διαδραστικοί χάρτες, τα χρονολόγια και η αποτύπωση αριθμητικών δεδομένων και αποτελεσμάτων με τη μέθοδο infographics.
Στην ίδια κατεύθυνση διευρυμένης απεύθυνσης και χρήσης ενσωματώνει σε διακριτό χώρο υλικό για συμπληρωματική εκπαιδευτική χρήση από καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Τέλος, στο πλαίσιο του έργου διενεργήθηκαν 17 συνεντεύξεις με δομημένο ερωτηματολόγιο γενικών και εξατομικευμένων ερωτήσεων. Οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν είτε στα ΑΣΚΙ είτε στους χώρους των εμφανιζόμενων προσώπων, βιντεοσκοπήθηκαν και αναρτήθηκαν στην ενότητα «Συνεντεύξεις» αφού υπέστησαν τεχνική επεξεργασία (π.χ. αποθορυβοποίηση, βελτίωση εικόνας) και μοντάζ (αφαίρεση κενού χρόνου, μεγάλων παύσεων, μη συναφών με το αντικείμενο του προγράμματος αφηγήσεων), με γνώμονα σε κάθε περίπτωση τη μικρότερη δυνατή αφαίρεση υλικού από το αρχικό βίντεο. Οι συνεντεύξεις προκρίθηκαν ως αναγκαίο εργαλείο αφενός για την αποτύπωση του βιωματικού στοιχείου, αφετέρου για την ανάδειξη της ατομικής πρόσληψης των ιστορικών τομών και αλλαγών όπως αυτές της περιόδου 1974 -1989.
Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, οι διακηρύξεις για την αναγκαιότητα ενός ακόμη τέλους της Μεταπολίτευσης δεν σταματούν να κατακλύζουν το δημόσιο λόγο. Το τέλος όμως αυτό, δεν αναφέρεται στη μετάβαση στη δημοκρατική ομαλότητα η οποία έχει συντελεστεί εδώ και καιρό, αλλά στην τρίτη από τις προαναφερθείσες σημασίες του όρου, σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Μεταπολίτευση εν ευρεία εννοία», νοούμενη ως μια ιστορική περίοδος με συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά γνωρίσματα. Τα τελευταία, στις δημόσιες συζητήσεις συχνά ανάγονται ως μια κακή ή και κακόγουστη παρένθεση σε ένα αισθητικό συνεχές ειδικά όταν η συζήτηση αφορά τη δεκαετία του 1980.
Στάθης Παυλόπουλος – Μάγδα Φυτιλή
(1) Μ. Αυγερίδης, Ε. Γαζή, Κ.Κορνέτης (επιμ-εισ), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Θεμέλιο: Αθήνα, 2015, σ. 17.
(2) Σύμφωνα με τον Λ. Καλλιβρετάκη, η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η λέξη Μεταπολίτευση σε πολιτικό κείμενο για να δηλώσει την πολιτειακή μεταβολή ήταν στα τέλη Σεπτεμβρίου 1974 από το ΚΚΕ. Αρχικά, βέβαια, είχε αρνητικό-υποτιμητικό πρόσημο, διότι μόλις ένα χρόνο νωρίτερα ο Γ. Παπαδόπουλος την είχε χρησιμοποιήσει για να προσδιορίσει την κατάργηση της βασιλείας και την «προεδροποίησή» του. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο όρος σήμαινε τη στιγμή της Μεταπολίτευσης, δηλαδή, την παράδοση της εξουσίας από τη Χούντα στον Καραμανλή. Από το 1989 και εφεξής, η χρονολογική διαστολή της έννοιας Μεταπολίτευση συσχετίζεται με τον ισχυρισμό πως έφτασε στο τέλος της. Βλέπε Λ. Καλλιβρετάκης, Δικτατορία και Μεταπολίτευση, Αθήνα: Θεμέλιο, σ. 201-222.
(3) Η. Νικολακόπουλος, «21η Απριλίου: Η κληρονομιά της χούντας, επιβιώσεις, αναβιώσεις και νέες μορφές αυταρχισμού σήμερα», Ενθέματα, Αυγή: 21-04-2013.
(4) Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, Αθήνα: Θεμέλιο, 2008.
Επιστημονική επιτροπή έργου
Βαγγέλης Καραμανωλάκης
Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι επίκουρος καθηγητής ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ ενώ διδάσκει στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου του ΕΚΠΑ. Το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο περιστρέφεται γύρω από την ιστορία και θεωρία της ιστοριογραφίας, την κοινωνική και πολιτική ιστορία και την ιστορία των θεσμών κατά το 19ο και 20ο αιώνα.
Κωστής Καρπόζηλος
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του "Κόκκινη Αμερική: Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου, 1900-1950" (ΠΕΚ, 2017). Διδάσκει νεότερη ιστορία στο College Year in Athens, ενώ έχει εργαστεί ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Columbia University, στο Princeton Univeristy και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Την περίοδο αυτή δουλεύει το επόμενο βιβλίο του με θέμα την ελληνική Αριστερά στον 20ο αιώνα.
Δήμητρα Λαμπροπούλου
Η Δήμητρα Λαμπροπούλου είναι Λέκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ. Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και σε άλλες επιστημονικές εταιρείες. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα και οι επιστημονικές δημοσιεύσεις της αφορούν την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία, την προφορική ιστορία, την ιστορία της εργασίας, την ιστορία της νεότητας, την ιστορία του φύλου και την ιστορία των κοινωνικών κινημάτων στον 20ο αιώνα.
Ηλίας Νικολακόπουλος
Ο Ηλίας Νικολακόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ ενώ διδάσκει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία» του ίδιου τμήματος, στο οποίο είχε διατελέσει επί οκταετία υπεύθυνος. Είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). Το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο εγγράφεται στα πεδία της πολιτικής κοινωνιολογίας και πολιτικής ιστορίας με ένα ευρύ φάσμα μελετών για τα πολιτικά κόμματα και εκλογικούς σχηματισμούς στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα καθώς και για την ιστορία των εκλογών.
Συντονισμός – παρακολούθηση φυσικού και οικονομικού αντικειμένου
Στάθης Παυλόπουλος, επιστημονικός συνεργάτης ΑΣΚΙ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο παρόν έργο ασχολήθηκε με το γενικό συντονισμό του έργου, το σχεδιασμό των ενοτήτων εργασίας / παραδοτέων, τη συγγραφή κειμένων και την παρακολούθηση του οικονομικού αντικειμένου του έργου.
Συνεργάτες Έργου
Θανάσης Γάλλος
Γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Είναι διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο παρόν έργο ασχολήθηκε με την επιλογή, οργάνωση και ψηφιοποίηση αρχειακών πηγών, τη συγκρότηση ευρετηρίων ψηφιακών συλλογών, καθώς και με τον ποιοτικό έλεγχο του ψηφιοποιημένου υλικού.
Γιάννης Παπακονδύλης
Γεννήθηκε το 1988 στην Αθήνα. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο παρόν έργο ασχολήθηκε με την επιλογή, τον χαρακτηρισμό και την τεκμηρίωση αρχειακών πηγών, την επεξεργασία και καταγραφή εκλογικών δεδομένων και τη συγκρότηση χρονολογίων.
Χρήστος Τριανταφύλλου
Γεννήθηκε το 1991 στην Αθήνα. Είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο παρόν έργο ασχολήθηκε με την επιλογή, τον χαρακτηρισμό και την τεκμηρίωση αρχειακών πηγών, την επεξεργασία και καταγραφή εκλογικών δεδομένων, την επιμέλεια κειμένων και τη συγκρότηση βιβλιογραφίας.
Μάγδα Φυτιλή
Γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αυτόνομου Πανεπιστημίου Μαδρίτης με ειδίκευση σε θέματα πολιτικής διαχείρισης του παρελθόντος.Στο παρόν έργο ασχολήθηκε με την επιλογή, το χαρακτηρισμό και την τεκμηρίωση αρχειακών πηγών, τη συγκρότηση χρονολογίων, την προετοιμασία και διενέργεια συνεντεύξεων και τη συγγραφή κειμένων.
Ξενοφώντας Βαρδαρός, εικονοληψία – μοντάζ και τεχνική επεξεργασία συνεντεύξεωνΔημήτρης Τσαλκάνης, σχεδιασμός εκπαιδευτικού υλικού
Αμισθί συνεργασία σε επιμέρους ενότητες / τμήματα του έργου
Ιωάννα Βόγλη, ιστορικός ΑΣΚΙ / Ενότητα ΕργασίαΠολίνα Ιορδανίδου, βιβλιοθηκονόμος ΑΣΚΙ / Βιβλιογραφία
Άντα Κάπολα, αρχειονόμος ΑΣΚΙ / Αρχειακές πηγές - Ενότητα Πολιτισμός
Αγγελική Χριστοδούλου, ιστορικός ΑΣΚΙ / Ενότητα Πολιτισμός
Μαρία Λεγγέτση – Αλέξανδρος Μακρής: Επεξεργασία αποτελεσμάτων φοιτητικών εκλογών
Ευχαριστίες
Θερμές ευχαριστίες για τη συμβολή τους στο έργου οφείλονται στους: Κώστα Θεοδωρόπουλο, Αργυρώ Καραβίνου, Χρυσέλλα Λαγαρία και Σπύρο Σκορδίλη.
Το έργο «Δημιουργία ιστοσελίδας για την ιστορία της Μεταπολίτευσης 1974-1989» υλοποιήθηκε την περίοδο Ιούλιος 2016 – Ιούλιος 2017 από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) με χορηγία από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ).