Η ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80 ΚΑΙ Η ΑΧΝΗ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΑ

Δημήτρης Σκλαβενίτης
Δρ. Ιστορίας


Η μαθητική διαμαρτυρία στη δεκαετία του ’80 και η αχνή αντανάκλασή της σήμερα

Τα πολιτικά δρώμενα της δεκαετίας του 1980 αποτελούν για αρκετούς τη γενεσιουργό αιτία της σημερινής οικονομικής –και όχι μόνο– παράλυσης της χώρας. Τροφοδοτούν όμως παράλληλα –και εν μέρει αντιφατικά– το φαντασιακό ορισμένων για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού οράματος, βασισμένο σε νόρμες και κανόνες που όμως έχουν παρέλθει προ πολλού.

Η γραμμικότητα του χρόνου δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και την αιτιώδη σχέση μεταξύ των γεγονότων διαφορετικών περιόδων, πόσο μάλιστα όταν παρεμβάλλονται στο ενδιάμεσο επιμέρους χρονικοί κύκλοι. Ως εκ τούτου, στη μελέτη της ιστορίας ευκταίο θα ήταν να λαμβάνονται υπόψη οι συνέχειες και οι ασυνέχειες ανάμεσα στις προγενέστερες και μεταγενέστερες χρονικές περιόδους, που θα διαλευκάνουν την όποια συνάφεια των γεγονότων, χωρίς να παραγνωρίζουν την αυτοτέλειά τους. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, με την Μεταπολίτευση να έχει κλείσει οριστικά τον κύκλο της και την εποχή της εγχώριας ύφεσης, ή αλλιώς των Μνημονίων –όπως θα κωδικοποιηθεί από τον ιστορικό του μέλλοντος–, να έχει ήδη ξεκινήσει, η διερεύνηση αυτής της πρώτης (1974-1981) και δεύτερης (1981-1990) μεταπολιτευτικής περιόδου είναι σε θέση να δώσει πλέον απαντήσεις για την ιστορικότητα των πολιτικών γεγονότων της εν λόγω 15ετίας, αλλά και να ελέγξει τους πιθανούς κυματισμούς που δημιούργησαν στις επόμενες γενεές.

Βασικό γνώρισμα του πρώτων χρόνων της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας ήταν μια καταπιεσμένη δυναμική διεκδίκησης, που λάμβανε τη μορφή προσδοκιών και απαιτήσεων προς το πολιτικό σύστημα, από ήδη διαμορφωμένα αλλά και υπό διαμόρφωση πολιτικά υποκείμενα. Ένα από τα νέα διεκδικητικά υποκείμενα που άρχισαν να αναφύονται ήταν και οι μαθητές.

Ο χώρος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από το κοινωνικό αίτημα για αποχουντοποίηση και εκδημοκρατισμό, καθώς η προπαγάνδα των συνταγματαρχών πέρναγε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τα σχολεία και τους λειτουργούς τους. Στην αποχουντοποίηση των σχολείων πρωτοστάτησαν από την πρώτη στιγμή μαθητές, αριστερών στην πλειονότητά τους καταβολών, εκφράζοντας κυρίως μέσα από τις εφημερίδες και τα περιοδικά τους την εναντίωσή τους απέναντι στις αυταρχικές συμπεριφορές των καθηγητών και διευθυντών τους που παρέμεναν θιασώτες της χούντας.

Αρωγοί και ταυτόχρονα ινστρούχτορες στην εκκολαπτόμενη πολιτικοποίηση των μαθητών ήταν κατά κύριο λόγο τα κόμματα της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, τα οποία χρησιμοποιούσαν τις νεοπαγείς θυγατρικές μαθητικές τους παρατάξεις, ώστε να δημιουργήσουν στις τάξεις των μαθητών δεξαμενές αυριανών ψηφοφόρων και χώρους ανάδειξης μελλοντικών στελεχών.

Οι μαθητές που μετείχαν στις παρατάξεις έβρισκαν μέσω αυτών, και σε συνδυασμό και αλληλεξάρτηση με τις μαθητικές κοινότητες που είχαν εν τω μεταξύ θεσμοθετηθεί από την κυβέρνηση Καραμανλή, ευρύ πεδίο δράσης για να ανακαλύψουν ή να διαμορφώσουν την πολιτική τους ταυτότητα, να προσδιορίσουν τους στόχους τους και να συγκροτήσουν μια συλλογική υπόσταση με κοινά χαρακτηριστικά και αξιώσεις.

Τα συλλαλητήρια και δευτερευόντως οι αποχές, που εκδηλώθηκαν την περίοδο 1974-1981, είχαν ως αιτήματα πέραν του εκδημοκρατισμού της Παιδείας: την άρση της απαγόρευσης της συμμετοχής των μαθητών στον εορτασμό του Πολυτεχνείου, την αποφυγή της στροφής προς την τεχνική εκπαίδευση που προέβλεπε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, την αντίθεση στις «Πανελλήνιες Εξετάσεις», την κατάργηση της ποδιάς και την εφαρμογή του πενθήμερου στα σχολεία.

Η έλευση της δεκαετίας του 1980, που σήμανε και το τέλος της διακυβέρνησης της ΝΔ, έβρισκε τη χώρα σε σαφώς καλύτερη οικονομική και κοινωνική θέση, όχι μόνο σε σχέση με τη δικτατορική, αλλά και την προδικτατορική περίοδο. Επιπλέον, ως αίτιο και αιτιατό αυτού του γεγονότος, η υπερπολιτικοποίηση των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης είχε κοπάσει. Αυτή η εικόνα αντικατοπτριζόταν απαγωγικά και στη νεολαία. «Κάτι σαν κούραση ξαπλώνει στον ορίζοντα», παρατηρούσε πολύ εύστοχα ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας, συμπληρώνοντας ότι όλο και περισσότερο πολιτικοποιημένοι νέοι «στρέφονται πλέον στον βιοπορισμό, το χρήμα, στην εξασφάλιση».

Αυτό πάντως που έμοιαζε ακόμα να εκκρεμεί ήταν η διάχυτη επιθυμία της ελληνικής κοινωνίας για βαθύτερες αλλαγές στις δομές του κράτους (π.χ. εκδημοκρατισμός, εκσυγχρονισμός, αναδιανομή του πλούτου), πρόταγμα το οποίο εκφράστηκε επιτυχώς από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο διαδέχθηκε τη ΝΔ στο πηδάλιο της χώρας. Οι προεκτάσεις της «αλλαγής» ήταν τέτοιες που δεν θα μπορούσαν να μην βρουν έκφραση και στους μαθητές. Ο τίτλος «Αλλαγή χρειάζεται και το μαθητικό κίνημα» στον Θούριο τον Μάιο του 1981 αποτύπωνε την αυτοκριτική διάθεση των πολιτικοποιημένων –αριστερών μαθητών της εποχής και συνάμα την απαίτηση να αναγνωρίσει η νέα κυβέρνηση την συλλογικότητά τους ως ισότιμο κοινωνικό υποκείμενο.

Πράγματι, το ΠΑΣΟΚ ανταποκρίθηκε στο τροφοδοτούμενο και από το ίδιο αίτημα για –κοινωνική– «αλλαγή», ικανοποιώντας πλήθος ουσιαστικών και συμβολικών αιτημάτων. Ειδικά δε αναφορικά με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση προχώρησε σε σειρά προοδευτικών ρυθμίσεων, όπως η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, η κατάργηση των σχολικών επιθεωρητών, η αύξηση του αριθμού εισακτέων στο πανεπιστήμιο, η κατάργηση της ποδιάς και ο ορισμός της 17ης Νοεμβρίου ως σχολικής εορτής, ενώ εισήγαγε νέο μαθητικό κανονισμό, ο οποίος ευνοούσε το πνεύμα πολιτικοποίησης και συνδικαλισμού στα σχολεία.

Η ευμενής αποδοχή από τους μαθητές των συγκεκριμένων μέτρων δεν άργησε να αφήσει τη θέση της στην καχυποψία, καθώς η κυβέρνηση διατήρησε την ήδη ισχύουσα απαγόρευση της κυκλοφορίας πολιτικών εντύπων στα σχολεία, επιδιώκοντας να θέσει φραγμούς στις όποιες, αντιτιθέμενες προς αυτή, φωνές που μπορεί να αναπτύσσονταν. Η αλλοπρόσαλλη στάση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στους μαθητές, που ενισχύθηκε περαιτέρω το 1983 με τη μείωση του ορίου των απουσιών και την –αποτυχημένη– απόπειρα καθιέρωσης της στράτευσης στα 18, πρέπει να αποδοθεί στην εν γένει κυβερνητική του τακτική κατά την περίοδο 1981-1989, η οποία συνοδεύθηκε από ιδεολογικές αντιγνωμίες εξισορρόπησης μεταξύ της φιλολαϊκής-ριζοσπαστικής ρητορικής και της ρεαλιστικής-κομματικής διαχείρισης της εξουσίας. Η κομματικοποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου κατά τη δεκαετία του 1980 -όχι μόνο με ευθύνη του ΠΑΣΟΚ- είχε ως παρεπόμενο και τη μεταφορά αυτού του κλίματος στα σχολεία, με τις μαθητικές εκλογές να προσομοιάζουν στις φοιτητικές, τις δημοτικές και τις βουλευτικές. Παρ’ όλα αυτά, μετά από μια πενταετία (1983-1987) οξείας κομματικής αντιπαράθεσης στα σχολεία, η άκρατη κομματικοποίηση απώθησε τους περισσότερους μαθητές, ενώ και οι ευρύτερες πολικές και κοινωνικές αλλαγές που είχαν αρχίσει να συντελούνται, μετά την εφαρμογή οικονομικής λιτότητας το 1985, λειτούργησαν ως επιπλέον παράγοντες απαξίωσης των συμμετοχικών θεσμών εντός του σχολείου.

Σε αυτό το πλαίσιο, έκανε την εμφάνισή της μια πιο ριζοσπαστικοποιημένη μερίδα μαθητών, οι οποίοι έβρισκαν διέξοδο απέναντι στην ηγεμονία των κομμάτων και τον ραγδαίως αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό τρόπο ζωής ασπαζόμενοι την αναρχική ιδεολογία. Μάλιστα, μετά το 1983 και παράλληλα με τις καταλήψεις στέγης σε εγκαταλειμμένα κτήρια της πρωτεύουσας, άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες –μεμονωμένες πάντως– καταλήψεις σχολείων. Η κατάληψη μπορεί να μην αποτελούσε μια νέα μορφή δράσης, ωστόσο οι φοιτητικές νεολαίες των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς τις αντιμετώπιζαν μέχρι τότε με δισταγμό και μάλλον με δυσανεξία. Έτσι, μέχρι το 1986 δεν παρατηρείται γενίκευση του φαινομένου. Το σταδιακό όμως μπόλιασμα της συνείδησης των πολιτών στην πρακτική της κατάληψης για την διεκδίκηση αιτημάτων και η συνεπαγόμενη νομιμοποίησή της έθεταν τη βάση για την ανάπτυξη ενός μαθητικού κινήματος, όταν θα παρουσιαζόταν η κατάλληλη πολιτική συγκυρία.

Αυτό συνέβη το 1986 με τις μαζικές μαθητικές καταλήψεις των Πολυκλαδικών, ενός νέου τύπου σχολείου που είχε εισαγάγει το ΠΑΣΟΚ αποσκοπώντας –ανεπιτυχώς όπως αποδείχθηκε– στην εξίσωση της γενικής με την τεχνική εκπαίδευση. Οι καταλήψεις δεν κράτησαν περισσότερο από δέκα μέρες και οι μαθητές δεν πέτυχαν την αναβάθμιση των σπουδών τους, αλλά κατόρθωσαν να παρακάμψουν τις όποιες απόπειρες κομματικής χειραγώγησης της διαμαρτυρίας τους και να προσδώσουν στη μαθητική ταυτότητα ένα πολιτικό χαρακτήρα πέρα από τα κόμματα και τους μηχανισμούς τους.

Την περίοδο 1990-1991 η συσσωρευμένη δυναμική από την αρχή της Μεταπολίτευσης στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έμελε να εκτονωθεί με τον πιο ηχηρό τρόπο. Μαθητές από όλη τη χώρα εναντιώθηκαν μαζικά και οργανωμένα απέναντι στα συντηρητικά διατάγματα του υπουργού Παιδείας της ΝΔ Βασίλη Κοντογιαννόπουλου, τα οποία στόχευαν να πατάξουν το «κλίμα χαλάρωσης και ήσσονος προσπάθειας» που επικρατούσε στα σχολεία. Επιπλέον, ο υπουργός επιδίωκε την κατάργηση δύο σημαντικών κοινωνικών κεκτημένων επί ΠΑΣΟΚ: τον περιορισμό του μαθητικού συνδικαλισμού και την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, εξέλιξη που θα έθιγε τον θεσμό του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας.

Ύστερα από τρεις μήνες κινητοποιήσεων, οι μαθητές επέστρεψαν στα θρανία τους πετυχαίνοντας σημαντική νίκη έναντι της κυβέρνησης, γεγονός στο οποίο συνετέλεσε σημαντικά και η στήριξη της διαμαρτυρίας τους από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που ήταν σφόδρα αντιτιθέμενο στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ.

Η επανάληψη αντίστοιχης δυναμικής κινητοποιήσεων μερικά χρόνια αργότερα, κατά την περίοδο 1998-1999, απέδειξε ότι οι μαθητικές καταλήψεις το 1990-1991 αποτέλεσαν παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, διαμορφώνοντας μια συλλογική ταυτότητα δρώσας νεολαίας, η οποία θα καταγραφόταν στις συνειδήσεις των επερχόμενων μαθητών για τον τρόπο που επιτελείται μια διαμαρτυρία και συγκροτείται ένα κίνημα στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Πραγματοποιώντας ένα χρονικό άλμα, το ερώτημα που διατυπώνεται από πολλούς είναι γιατί δεν έχουμε μεγάλες μαθητικές κινητοποιήσεις σήμερα, όταν μάλιστα κοινωνικά-οικονομικά κεκτημένα χρόνων χάνονται συνεχώς; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν είναι απλή, καθώς όπως αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου οι κυματισμοί που πιθανώς δημιουργούνται μεταξύ προγενέστερων και μεταγενέστερων ιστορικών γεγονότων και περιόδων ούτε απόλυτοι ούτε ευδιάκριτοι είναι. Αυτό φυσικά δεν οφείλεται μόνο στη χρονική απόσταση μεταξύ των δύο περιόδων, αλλά και στις διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες οι οποίες επηρέασαν την εμφάνιση, τη μορφή και τη δυναμική των εκάστοτε κινητοποιήσεων.

Σε πολιτικό επίπεδο, η νωπή ακόμα εξαγγελία «αλλαγής» από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ταυτιστεί παρά μόνο σημειολογικά με αυτή του ΠΑΣΟΚ το 1981, καθώς η χώρα το 2015 βρισκόταν ήδη εντός κρίσης, ενώ η εξωτερική βοήθεια δεν προοριζόταν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αλλά στην επιβίωσή της. Επίσης, οι κομματικοί σχηματισμοί, που πρωταγωνίστησαν τη δεκαετία του 1980, είχαν πλέον εξαφανιστεί ή μετασχηματίστηκαν στην προσπάθειά τους να εμπνεύσουν παλιά και νέα ακροατήρια, με την προβιά ωστόσο να μην μπορεί να καλύψει το λύκο, όπως φανερώνει και η στάση του κόσμου πάνω από την κάλπη. Σε σχολικό επίπεδο, και σε συνέχεια της αποδυνάμωσης των κομμάτων, οι παλιές μαθητικές κομματικές παρατάξεις, τροφοδότες και συνάμα υπονομευτές των μαθητικών κινητοποιήσεων της δεκαετίας του ’80 και του ’90 έχουν εξαφανιστεί. Νέες μαθητικές συλλογικότητες με πολιτικό χαρακτήρα μέσα ή έξω στο σχολεία δεν δημιουργούνται, παρά μόνο από την Χρυσή Αυγή, χωρίς όμως να έχουν ούτε ως κατ’ επίφαση στόχο τους τα εκπαιδευτικά προβλήματα, τα οποία ούτως ή άλλως μοιάζουν να επισκιάζονται από την οικονομική δυσπραγία των Ελλήνων.

Ως εκ τούτου, η επανάληψη αντίστοιχων μαθητικών κινητοποιήσεων δεν προσκρούει μόνο στη δυσκολία εύρεσης αιτημάτων, αλλά και τον προσδιορισμό των αποδεκτών τους, με γνώμονα ότι οι αποφάσεις πλέον δεν εναπόκεινται στην εγχώρια εξουσία, ενώ επιπροσθέτως αναζητούνται και οι συλλογικότητες που θα οργανώσουν μια διαμαρτυρία.

Για τους λόγους που εν συντομία αναπτύχθηκαν παραπάνω, η ιστορική αναψηλάφηση της περιόδου 1974-1990 δεν μπορεί να καταλήξει στον ορισμό ενός πλαισίου και των παραμέτρων για την εκδήλωση μιας νέας πολιτικής μαθητικής διαμαρτυρίας, παρά μόνο να προκαλέσει νοσταλγία ή εκνευρισμό σε όσους αυθαίρετα επιχειρούν τη σύνδεση του τότε με το τώρα, παραλείποντας μάλιστα να συμπεριλάβουν την εικοσαετία 1990-2010.

Η νέα εποχή, όχι αναγκαστικά με οικονομικούς όρους, θα ξεπροβάλει όταν οι ατομικές αξίες επανακαθοριστούν και στη συνέχεια αθροιστούν ως μέρος μιας συλλογικότητας που θα είναι σε θέση να διεκδικήσει το οτιδήποτε. Ως τότε ας καθίσουμε για λίγο γύρω από το «μνημείο στον άγνωστο ιδιώτη», μπορεί και να αξίζει η αναμονή.