Μάγδα Φυτιλή
Ερευνήτρια, ΑΣΚΙ
«Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης όπου το κίνημα Εθνικής Αντιστάσεως, που τόσο θαρραλέα και τόσο αποτελεσματικά επολέμησε κατά του Χίτλερ, δεν αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση. Ενώ ο αγώνας του ελληνικού λαού κατά την εχθρική κατοχή προκάλεσε το θαυμασμό ολόκληρου του κόσμου, η Εθνική Αντίσταση στην Ελλάδα είναι εκτός νόμου» (1).
«Ζητάμε η πολιτεία να αποκαταστήσει τον εαυτό της απέναντι στην εθνική μνήμη» (2).
(1) Από το ανακοινωθέν της «Fédération Internationale des Resistants» (F.I.R.) που εκδόθηκε στις 29.6.61 μετά από έρευνα που διενέργησε στην Ελλάδα αντιπροσωπεία της.
(2) Απόσπασμα από την ομιλία του Μ. Γλέζου, στο Α. Παπανδρέου, «Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982)», εισαγωγή-ιστορικός σχολιασμός Ε. Χατζηβασιλείου, Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου [10], Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2010, σ. 23.
Οι συνέχειες μεταξύ της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου στο πεδίο της κρατικής διαχείρισης του παρελθόντος
Η δεκαετία του ’80 έχει καταγραφεί ως περίοδος μεγάλων αλλαγών για τη χώρα. Η «Αλλαγή» που υποσχόταν το ΠΑΣΟΚ αποτυπώθηκε άμεσα στο ζήτημα της διαχείρισης του τραυματικού παρελθόντος. Η νέα κυβέρνηση, λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία της, κατάργησε όλες τις επετειακές εκδηλώσεις του Εμφυλίου Πολέμου (3) και σε λιγότερο από ένα χρόνο προέβη στην αναγνώριση του εαμικού σκέλους της Αντίστασης(4). Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία σηματοδότησε, λοιπόν, από την πρώτη στιγμή την προσπάθεια μιας ρηξικέλευθης θεσμικής και πολιτικής «αλλαγής» στο πεδίο της δημόσιας ιστορίας και συλλογικής μνήμης, καθώς μέχρι και το 1981 υπήρχαν σημαντικές συνέχειες μεταξύ της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η ταύτιση της δεξιάς παράταξης με το έθνος και κατ’ επέκταση με το κράτος. Ο αντικομμουνισμός δεν εμφανιζόταν σαν κομματική και ιδεολογική αντίθεση στον κομμουνισμό, αλλά ως ο σύγχρονος τρόπος έκφρασης του ελληνικού πατριωτισμού. Οι επέτειοι που συγκροτούσαν τον σκληρό πυρήνα της δεξιάς αντικομμουνιστικής μνήμης (Γράμμος, Μελιγαλάς, Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη) εξακολουθούσαν να τελούνται κάτω από την αιγίδα των επίσημων κρατικών αρχών (5) με τη συμμετοχή κορυφαίων στελεχών και υπουργών της κυβέρνησης Καραμανλή.
Η εμφάνιση του Κ. Καραμανλή την επομένη της Μεταπολίτευσης ως φορέα μιας ανανεωμένης νοοτροπίας της Δεξιάς φάνταζε, λοιπόν, σαν ένας υποχρεωτικός τακτικός ελιγμός μέσα στο κλίμα της αντιδικτατορικής συναίνεσης. Η κατάργηση του αντικομμουνισμού δημιουργούσε ένα ιδεολογικό κενό που δεν γέμιζε εύκολα με τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό και τον ευρωπαϊσμό της ΝΔ, καθώς η σύνθεσή της ήταν ένα μείγμα δεδηλωμένων αντικομμουνιστών και προοδευτικών φιλελεύθερων πρώην αντικομμουνιστών.
Η πολιτική συλλογιστική του Καραμανλή διαπνεόταν από μια πολιτική στρατηγική και εκλογική τακτική, η οποία υπαγόρευε μια πολιτικά αναγκαία μετατόπιση προς το Κέντρο, χωρίς όμως τη δημιουργία σαφούς διαχωριστικής γραμμής με την Άκρα Δεξιά. Ήδη με την καταδίκη της Χούντας και τη στάση ουδετερότητας που είχε κρατήσει έναντι του πολιτειακού ζητήματος, διέτρεχε τον κίνδυνο να απωλέσει ένα μέρος του δεξιού ακροατηρίου. Ο Κ. Καραμανλής επιχείρησε, λοιπόν, να υπερβεί τον εσωτερικό ιδεολογικό διχασμό κρατώντας μια επαμφοτερίζουσα στάση αναφορικά με τις διχαστικές επετείους. Αν και ο ίδιος ποτέ δεν συμμετείχε και απέφυγε να υιοθετήσει ανοιχτά τις εκδηλώσεις, δεν απέτρεψε κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης να μετέχουν σ’ αυτές, μεταδίδοντας διφορούμενα νοήματα τα οποία στόχευαν στην ιδεολογική συσπείρωση ενός ευρύτερα δεξιού ακροατηρίου.
Ως κυβέρνηση, άλλωστε, η ΝΔ απέρριψε στις 25 Αυγούστου του 1977 το σχέδιο νόμου που κατέθεσε η αντιπολίτευση, περί αναγνώρισης της Αντίστασης και κατάργησης του Ν.Δ. 179/69 της Χούντας με το οποίο αναγνωρίζονταν οι παραστρατιωτικές οργανώσεις του Εμφυλίου ως "αντιστασιακές" οργανώσεις, με το επιχείρημα της «αναμόχλευσης των πολιτικών παθών».(6).. Ο βασικός ομιλητής της πλειοψηφίας, ο βουλευτής της ΝΔ Σερεπίσος, ο οποίος στη συνέχεια προσχώρησε στην Εθνική Παράταξη, έκλεισε την ομιλία του στην κοινοβουλευτική συζήτηση του 1977 με την εξής φράση: «Εις υπαινιγμόν […] περί παρατηρηθείσης εις την χώρα μας ατιμωρησίας των δοσιλόγων απαντώ: ναι, και οι δεινότεροι δωσίλογοι ευρίσκονται εις την ηγεσίαν του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ»(7).
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, λάμβαναν χώρα ραγδαίες κοινωνικές διεργασίες και εξελίξεις, οι οποίες προμήνυαν σημαντικές αλλαγές στο ζήτημα της διαχείρισης του τραυματικού παρελθόντος. Η διεκδίκηση της αναγνώρισης του εαμικού σκέλους της Αντίστασης και η ενσωμάτωσή της στο εθνικό αφήγημα πήρε νέα δυναμική από το 1976 και έπειτα, αφενός λόγω της σύμπραξης της αντιπολίτευσης με το σχέδιο νόμου για την αναγνώριση και αφετέρου με τα νέα ερείσματα που είχε αποκτήσει στα δημοτικά συμβούλια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα έτη 1977-1981 διάφορες νομαρχίες που πρόσκειντο στην ευρύτερη Αριστερά να επιχειρήσουν να ενσωματώσουν στο επίσημο πρόγραμμα των εθνικών εορτών της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου την παρουσία οργανώσεων αντιστασιακών εαμικής προέλευσης. Εντούτοις, οι μεταδικτατορικές κυβερνήσεις των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Γεώργιου Ράλλη απαγόρευσαν κατηγορηματικά τη συμμετοχή τους.
Παράλληλα, στις 25 Ιουνίου 1980, η κηδεία του ιστορικού ηγέτη του ΚΚΕ/ΚΚΕ Εσωτερικού και ιδρυτικού μέλους της Κίνησης, Μήτσου Παρτσαλίδη, μετατράπηκε σε πανεθνική συμπαράταξη για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Π. Κανελλόπουλος, σε μια κίνηση με ιδιαίτερη συμβολική αξία.
------------------------------------------------------
(3) Με την αριθμ. 241/6.11.1981 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου καταργήθηκαν επίσημα οι «επετειακές εκδηλώσεις» του Εμφυλίου Πολέμου για την επίτευξη εθνικής συμφιλίωσης και λήθης. Βουλή. Για τη σχετική συζήτηση στη Βουλή βλ. Α. Παπανδρέου, Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982), ό.π.
(4) Η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε με το νόμο 1285/1982, ενώ ο νόμος 1543/85 παρείχε δικαίωμα σύνταξης στους παθόντες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, στους αγωνιστές που διώχθηκαν για τα κοινωνικά τους φρονήματα και στους αγωνισθέντες κατά της δικτατορίας. Παράλληλα, με την υπουργική απόφαση 106841/29-12-1982, αποφασίστηκε ο ελεύθερος επαναπατρισμός και η απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στους πολιτικούς πρόσφυγες.
(5) Το 1975 ο υπουργός Εσωτερικών Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος απέστειλε στις νομαρχίες του κράτους εγκύκλιο σύμφωνα με την οποία η δεύτερη Κυριακή του Δεκέμβρη κάθε χρόνου οριζόταν ως ημέρα τέλεσης «μνημόσυνων επί σκοπώ αποτίσεως φόρου τιμής διά τα θύματα της κομμουνιστικής κατά του έθνους επιβουλής» στις πρωτεύουσες των νομών.
(6) Ριζοσπάστης: 27-08-1977.
(7) «Το ΚΚΕ Εσ. και Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ (από τη μεγάλη συζήτηση στη Βουλή για την αναγνώρισή της)», Αθήνα, 1977, σ. 3-4, ΑΣΚΙ/Συλλογή φυλλαδίων και προκηρύξεων Φίλιππου Ηλιού.
Η ένταξη της Εθνικής Αντίστασης στο εθνικό συνεχές της ιστορίας και η σημασιοδότησή της ως πρώτη «εθνική συμφιλίωση»
Η εγκαθίδρυση της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας είχε βασιστεί στη συναίνεση σχετικά με την καταδίκη της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και την ανάγκη παγίωσης δημοκρατικών κανόνων και πρακτικών, και όχι στην άμεση επούλωση των πληγών του Εμφυλίου. Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης έγινε το προσωρινό σημαινόμενο της «εθνικής συμφιλίωσης», ενός κατεξοχήν «κενού σημαίνοντος», αποτυπώνοντας με αυτόν τον τρόπο, έμμεσα, τον νέο συσχετισμό δυνάμεων. Η σημασιοδότησή της ως «εθνικής συμφιλίωσης» ενείχε ένα βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα, καθώς επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να κατευθύνει τη μνήμη της Αντίστασης, ένα ανοιχτό μέχρι τότε πολιτικό και ιδεολογικό διακύβευμα προς ένα θεσμικό τρόπο έκφρασης.
Παρ’ όλο που κατά τη διάρκεια της Αντίστασης ξέσπασαν οι πρώτες εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 1940, η Αντίσταση συνέχιζε να αποτελεί το πιο κατάλληλο, το πιο πρόσφορο σημείο αναφοράς το οποίο μπορούσε να μετασχηματιστεί σε ενωτικό εθνικό αφήγημα∙ να αξιοποιηθεί εθνικά μετά τον εθνικό διχασμό που σήμανε ο Εμφύλιος. Στο πλαίσιο των νέων κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών που διαμορφώνονταν την εποχή της Γ΄Ελληνικής Δημοκρατίας, η μνήμη της Αντίστασης μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας νέας επίσημης εθνικής μνήμης: ο ηρωικός αγώνας ολόκληρου του ελληνικού λαού εναντίον του ξένου κατακτητή. Η εθνική ενότητα σφυρηλατήθηκε, λοιπόν, πάνω σε μια κοινά αποδεκτή ελάχιστη πλατφόρμα εθνικής μνήμης.
Η ιδιαιτερότητα της μνήμης της Αντίστασης στην Ελλάδα οφειλόταν στη σύνδεσή της με τον Εμφύλιο Πόλεμο που την επακολούθησε. Ο πολιτικός εξοστρακισμός της Αριστεράς μετά τον Εμφύλιο σήμανε και τον αναδρομικό αποκλεισμό του ΕΑΜ από τις οργανώσεις της Αντίστασης, καθώς σύμφωνα με το μέχρι τότε ηγεμονικό δεξιό αφήγημα, η εαμική Αντίσταση ήταν στιγματισμένη ως ανατρεπτική του ισχύοντος κοινωνικού και εθνικού καθεστώτος. Η περίοδος 1943-1949 λογιζόταν και εξακολουθεί να λογίζεται –σύμφωνα με τη δεξιά ιστοριογραφία και την ιδεολογική και πολιτική ερμηνεία της Δεξιάς– ως ενιαία περίοδος εμφυλιοπολεμικής σύρραξης: η περίφημη θεωρία των «τριών γύρων», η οποία πρεσβεύει πως το ΚΚΕ επιχείρησε να καταλάβει βίαια την εξουσία σε τρεις διαφορετικές στιγμές.
Αυτό είχε ως συνέπεια την υποβάθμιση της Αντίστασης στην Ελλάδα –ιδιαίτερα σε σύγκριση με το τι συνέβαινε σε άλλες χώρες της Ευρώπης– και ήταν απότοκο τόσο του αιματηρού Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε την Κατοχή, όσο και της μεταγενέστερης συγκρότησης του μετεμφυλιακού κράτους στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής έντασης της εποχής (8). Το γεγονός αυτό είχε βέβαια σημαντικές συνέπειες για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, καθώς η διαδικασία της αναγνώρισης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που δραστηριοποιήθηκαν κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη έχει αναγνωριστεί ως μια κρίσιμη διαδικασία βάσει της οποίας επιτεύχθηκε η εμπέδωση της μεταπολεμικής ειρήνης, η αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας και η νομιμοποίηση των μεταπολεμικών κυβερνήσεων.
Η αναγνώριση χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας στα μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις και η μεταγενέστερη αναγνώριση των παραστρατιωτικών οργανώσεων ως «αντιστασιακών» από τη δικτατορία οδήγησαν σε μια απαξίωση της εθνικοφροσύνης στο πλαίσιο της νέας μεταπολιτευτικής δημοκρατικής συναίνεσης, επιφέροντας το τελικό πλήγμα στο διαχωρισμό εαμικής-μη εαμικής Αντίστασης. Η σύγκλιση των ίδιων των αντιστασιακών, εαμικών και μη, στην Κίνηση «Ενωμένη Εθνική Αντίσταση 1941-1944» το αποδείκνυε με τον πιο απερίφραστο τρόπο. Στον διαρκή αγώνα των οργανώσεων των αντιστασιακών εαμικής προέλευσης που πάλευαν για την αποκατάσταση της Αντίστασης, προστέθηκε το 1976 και η Κίνηση με πρωταγωνιστές και δεξιούς πολιτικούς όπως ο Π. Κανελλόπουλος, η οποία πίεζε προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης μιας «καθολικής και ενιαίας» Εθνικής Αντίστασης. Ο Α. Παπανδρέου ακριβώς αυτή τη συλλογιστική υιοθέτησε δίνοντας έμφαση στην «ενιαία» και «καθολική» Εθνική Αντίσταση και όχι στην εαμική.
Η συζήτηση στη Βουλή για την ψήφιση του νομοσχεδίου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης ξεκίνησε στις 17 Αυγούστου 1982, ημέρα ιστορικής σημασίας, ημέρα επετείου του μπλόκου της Κοκκινιάς και ολοκληρώθηκε σε τρεις ιστορικές συνεδριάσεις της Βουλής (17, 19 και 23 Αυγούστου του 1982). Ο νόμος 1285/1982 ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, καθώς οι βουλευτές της ΝΔ αποχώρησαν από τη Βουλή μετά το λόγο του Ευ. Αβέρωφ. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η αντιπολίτευση μέχρι το 1981, οι οργανώσεις των αντιστασιακών, αλλά και ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου κατά την ψήφιση του νόμου το 1982 ήταν τα εξής:
- η Αντίσταση είναι καθολική, ολόκληρος ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε εναντίον των ξένων κατακτητών. Σύμφωνα με τον Μ. Γλέζο (1982): «Όλοι οι Έλληνες πρόσφεραν. […] Ελάχιστοι ήσαν οι συνεργάτες των κατακτητών».
- η Αντίσταση είναι ενιαία και ενωτική, παρά το γεγονός πως μεσολάβησαν συγκρούσεις ανάμεσα στις οργανώσεις την περίοδο της Αντίστασης, όπως άλλωστε και το 1821 υπήρξαν εμφύλιες συρράξεις, αλλά πλέον έχουν ξεχαστεί. Σύμφωνα με τον Α. Παπανδρέου (1982): «Πολλοί θα πουν ότι η ενιαία Αντίσταση δεν υπήρξε γιατί μεσολάβησαν συγκρούσεις […] Ο λαός μας, όμως στη βάση του έμεινε πάντοτε ενωμένος».
- Ακριβώς για τον ίδιο λόγο επιλέγεται και ο Γοργοπόταμος ως σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης. Ο Γοργοπόταμος δεν είναι η πρώτη σημαντική αντιστασιακή δράση του ελληνικού λαού (9), αν και αποτελεί την πιο σημαντική από στρατιωτική άποψη, είναι όμως η επιχείρηση που γίνεται από κοινού από τον ΕΔΕΣ, τον ΕΛΑΣ και τους Άγγλους. Έτσι ο Γοργοπόταμος απόκτησε ιδιαίτερη συμβολική σημασία για το σχήμα της «ενιαίας» Εθνικής Αντίστασης. Τουναντίον, η μη αποδοχή της αναγνώρισής της θεωρείται διχαστική στάση, ένα κατάλοιπο του εμφυλιοπολεμικού παρελθόντος. Είναι ιστορική πια η φράση του Α. Παπανδρέου προς τον Αβέρωφ (1982): «Με τη σημερινή σας πράξη έχετε θέσει οριστικά τη Νέα Δημοκρατία στα χρονοντούλαπα της ιστορίας».
- η Αντίσταση πρέπει να αποκατασταθεί, είναι ένα ζήτημα δικαιοσύνης, ένα χρέος της δημοκρατικής Ελλάδας προς τους νεκρούς της. Σύμφωνα με τον Α. Παπανδρέου (1982) «Μέχρι χθες το ελληνικό Κράτος αγνοούσε πεισματικά την υπέρτατη θυσία των νεκρών». Είναι ένα χρέος τόσο ηθικό όσο και υλικό. Ένα χρέος ηθικό, ουσιαστικά ένα αίτημα ένταξης στο πολιτικό σύστημα και στο συνεχές της εθνικής ιστορίας μετά από τόσα χρόνια αποκλεισμού. Ο νεότερος βουλευτής Βασίλης Πεντάρης απευθυνόμενος στη Νέα Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης το 1977 θα αναφέρει: «Πάψτε πια έχουμε και εμείς θέση στον τόπο». Σύμφωνα με τον Α. Παπανδρέου (1982): «Αποτελεί χρέος να αποδώσουμε τιμή σε αυτούς που εξαιρέθηκαν». Ένα χρέος συνάμα υλικό, καθώς η μη αναγνώριση και ο πολιτικός αποκλεισμός του μετεμφυλιακού κράτους οδήγησαν τους αντιστασιακούς και τις οικογένειές τους στην πείνα και στην εξαθλίωση. Σύμφωνα με τον Κ. Μπαντουβά (1977): «Υπάρχουν γυναίκες που εκτελέστηκαν οι άντρες τους και τα παιδιά τους και σήμερα πεινούν».
Κατ’αυτόν τον τρόπο, η Αντίσταση «εθνικοποιήθηκε» και εντάχθηκε στο εθνικό συνεχές της ιστορίας. Η «εθνικοποίηση» της αφενός οδήγησε στον «αποχρωματισμό» της, καθώς οι ιστορικές αναφορές στην κομμουνιστική συνιστώσα περιορίστηκαν και αφετέρου στην «εξυγίανση» της, καθώς ο δωσιλογισμός και οι εσωτερικές συγκρούσεις αποσιωπήθηκαν. Στο νέο αυτό αφήγημα της Αντίστασης υπήρχε χώρος για όλους –ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης– και έτσι η αναγνώριση συνάντησε θερμή αποδοχή από ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Στο νέο μεταπολιτευτικό πλαίσιο, η Εθνική Αντίσταση μαζί με το Πολυτεχνείο μπορούσαν να αποτελέσουν τους νέους καταγωγικούς «μύθους» της Γ΄Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ακόμη και σχετικά πρόσφατα (10), η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982) αξιολογείται πολύ θετικά από το κοινωνικό σύνολο και μάλιστα θετικότερα από τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ (1974) από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία αποτέλεσε σαφώς σημαντικότερη τομή για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Σε αυτό συνέβαλε επίσης το γεγονός πως η αναγνώριση της Αντίστασης, ως μια πολιτική αποκατάστασης υλικής φύσεως, αναδείχτηκε σε βασικό μοχλό άσκησης κοινωνικής πολιτικής, κυρίως δια μέσου της απονομής συντάξεων και προνομίων που παρείχε στους αναγνωρισμένους αντιστασιακούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αναγνώριση λειτούργησε και ως ένα ισχυρό εργαλείο κοινωνικής πρόνοιας: ο συνολικός αριθμός των ατόμων που έλαβαν συντάξεις, ανερχόταν το 1991 σε 280.000 (11), ενώ από το 1949 ως το 1982 είχαν αποδοθεί ευεργετήματα σε 75.000 άτομα (12).
Εντούτοις, ένα σημαντικό τμήμα της ΝΔ αποδείχτηκε ανέτοιμο να αποδεσμευτεί από το προδικτατορικό εμφυλιοπολεμικό παρελθόν και τον γόρδιο δεσμό της εθνικοφροσύνης. Η αποχουντοποίηση και ο εκδημοκρατισμός δεν σήμαιναν για τη ΝΔ και απάλειψη του αντικομμουνισμού, καθώς ο κομμουνισμός θεωρούνταν ο κατεξοχήν εχθρός της δημοκρατίας. Κεντρικό επιχείρημα της ομιλίας Αβέρωφ στην κοινοβουλευτική συζήτηση για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης ήταν πως: «η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης δίνει συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ για τα εγκλήματα που έκανε στην Κατοχή». Ο Ευ. Αβέρωφ, δέσμιος ενός απαρχαιωμένου αντικομμουνισμού (13) και συνεπής εκφραστής της συνέχειας της εξουσίας, δεν αντιλαμβανόταν πως η νέα ανάγνωση της Αντίστασης ως ένα παλλαϊκό φαινόμενο ενίσχυε την ταύτιση Δεξιάς-έθνους, διότι αφενός υπέκρυπτε τη σχέση της με το δωσιλογισμό και αφετέρου περιόριζε τις ιστορικές αναφορές στην κομμουνιστική της συνιστώσα. Αντιθέτως, επί ηγεσίας του (1981-84), το κόμμα συνέχισε να δίνει το παρών στο Γράμμο, στο Μελιγαλά και στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, ως αντίδραση στις πολιτικές μνήμης του ΠΑΣΟΚ.
Η εκλογή Μητσοτάκη το 1984 επέφερε μια σημαντική τομή στον πολιτικό λόγο της ΝΔ αναφορικά με το παρελθόν, καθώς σηματοδότησε την ενσωμάτωση του «ενιαίου» σχήματος της Εθνικής Αντίστασης ως βασικής συνιστώσας της ταυτότητας του κόμματος. Το απαραίτητο ιδεολογικό αντιστάθμισμα ήταν, βέβαια, η προσπάθεια ανέλιξης και μετατροπής της δεξιάς αφήγησης για τα Δεκεμβριανά σε επίσημη θεσμική μνήμη. Η ΝΔ, λοιπόν, όχι μόνο δεν εγκατέλειψε την πολιτική κληρονομιά των Δεκεμβριανών, αλλά τουναντίον προσπάθησε να μετουσιώσει την πρωτοκαθεδρία τους στη δεξιά συλλογική μνήμη σε επίσημη μνήμη, με την πρόταση που κατέθεσε το 1986 για καθιέρωση της 3ης Δεκεμβρίου ως «ημέρα εθνικής περισυλλογής και ενότητας των Ελλήνων». Η εν λόγω προσπάθεια δεν ευοδώθηκε βέβαια, καθώς στη δεδομένη ιστορικο-πολιτικο-κοινωνική συγκυρία η εν λόγω επέτειος είχε αποκτήσει ένα καθαρά διχαστικό πρόσημο.
Μέσω της ενσωμάτωσης της Αντίστασης, η ΝΔ επιχειρούσε παράλληλα να βρει μια επαφή με το αριστερό ακροατήριο για να εξουδετερώσει την πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή την προσπάθεια, από το 1986 και μετά, βρήκε έναν απροσδόκητο σύμμαχο στα αριστερά. Η υιοθέτηση του πολιτικού προγράμματος του ΕΑΜ από το ΠΑΣΟΚ –αν και σε ένα καθαρά συμβολικό και διακηρυκτικό επίπεδο– είχε παγιδεύσει αμφότερα τα κομμουνιστικά κόμματα σε μια σχέση ομηρίας με το ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο, ένα νεοϊδρυθέν κόμμα με κεντρώα καταγωγή, είχε καταφέρει να οικειοποιηθεί την εαμική κληρονομιά και να κεφαλαιοποιήσει τις συμβολικές της προεκτάσεις. Έτσι «κατασκευάστηκε» το εθνικό ΕΑΜ, το ΕΑΜ όλων, ένα ΕΑΜ που δεν υπήρξε ποτέ.
------------------------------------------------------
(8) M. Mazower, “The Cold War and the appropriation of memory: Greece after liberation”, p. 212. Στο: I. Deák, J. T. Gross, T. Judt (επιμ.), The Politics of retribution in Europe. World War II and its aftermath, Princeton, New Jersey: Princeton University Press, 2000.
(9) Επί παραδείγματι, η ανατίναξη του κτιρίου της ναζιστικής ΕΣΠΟ, προηγήθηκε της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου, καθώς έλαβε χώρα στις 20 Σεπτεμβρίου του 1942.
(10) Σύμφωνα με έρευνες της Public Issue του 2007 και του 2011, αναφορικά με τη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στη Μεταπολίτευση. http://www.publicissue.gr/3583/metapolitefsi2014/
(11) Β. Τζούκας, «Εθνική Αντίσταση». Στο: Βαμβακάς Β., Παναγιωτόπουλος Π. (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80: κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Το Πέρασμα, Αθήνα, 2010, σ. 135
(12) Γ. Αντωνίου, Ε. Πασχαλούδη, «Το άψογο πρόσωπο της ιστορίας θολώνει: η αναγνώριση της εαμικής Αντίστασης και το πολιτικό σύστημα (1945–1995)». Στο: Β. Γούναρης (επιμ.) Ήρωες των Ελλήνων: Οι καπετάνιοι, τα παλικάρια και η αναγνώριση των εθνικών αγώνων 19ος–20ός αιώνας, Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2014, σ. 294.
(13) Η αξιωματική αντιπολίτευση καταψήφισε το νομοσχέδιο. Ο Ευ. Αβέρωφ κατήγγειλε τον «προδοτικό ρόλο του ΚΚΕ» και υποσχέθηκε να καταργήσει τον νόμο όταν επέστρεφε στην εξουσία, ενώ οι βουλευτές της, με εξαίρεση τον συνεργαζόμενο με τη ΝΔ Π. Κανελλόπουλο, αποχώρησαν από τη Βουλή. Για τη σχετική συζήτηση στη Βουλή βλ. Α. Παπανδρέου, Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982), ό.π.
Η «άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου» και η αποπολιτικοποίησή του ως δεύτερη «εθνική συμφιλίωση»
Αρχικά, το επίδικο για την κομμουνιστική Αριστερά ήταν η κατάργηση των «εορτών μίσους» και η αναγνώριση του εαμικού σκέλους της Αντίστασης, καθώς η ταυτότητά της –ιδεολογική και πολιτική– είχε συγκροτηθεί με βάση την εαμική Αντίσταση. Στη βάση αυτή δεν δίστασε, για στρατηγικούς λόγους, να προβεί στον «αποχρωματισμό» της, περιορίζοντας τις ιστορικές αναφορές στην κομμουνιστική συνιστώσα και τονίζοντας τα ενωτικά της χαρακτηριστικά. Εντούτοις, αν και η αναγνώριση τη δικαίωσε, την ίδια στιγμή αποδυνάμωσε την πολιτική της απήχηση. Έτσι από το 1985 και μετά, το ΚΚΕ επανέφερε τη ριζοσπαστική της εκδοχή, διεκδικώντας ταυτόχρονα το μονοπώλιο του αντιστασιακού παρελθόντος, σε μια προσπάθεια εκλογικής χειραφέτησης από το ΠΑΣΟΚ και συστηματικής υπονόμευσης του σχήματος Δεξιά-Αντιδεξιά.
Η κρίση του ΠΑΣΟΚ το ’89 αποτέλεσε το εφαλτήριο της ενωμένης πλέον Αριστεράς για την αποτίναξη της ομηρίας που είχε υποστεί από το Κέντρο, ήδη από τη δεκαετία του ’60. Ο ΣΥΝ εγκατέλειψε τη διαιρετική τομή Δεξιά-Αντιδεξιά και μαζί της την ιστορική της πλαισίωση: «Η άρση των συνεπειών γίνεται σήμερα από τους δυο κύριους αντιπάλους που συγκρούστηκαν θανάσιμα εκείνα τα χρόνια και συμφωνούν χωρίς μεσάζοντα ότι καταργούν τη διάκριση μεταξύ των νεκρών» (14). Μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το ρητό διακύβευμα ήταν πλέον ο οριστικός ενταφιασμός του Εμφυλίου Πολέμου, με άλλα λόγια, η εύρεση μιας κοινής γλώσσας με τη Δεξιά.
Η κυβερνητική συνεργασία κομμουνιστικής Αριστεράς και Δεξιάς μετατράπηκε έτσι στο δεύτερο σημαινόμενο της «εθνικής συμφιλίωσης» (15). Η δεύτερη άνωθεν πολιτική παρέμβαση στο πεδίο της μνήμης, η δεύτερη «εθνική συμφιλίωση», μετέτρεψε ένα διχαστικό ιστορικό γεγονός σε μια «κοινή ιστορία». Ο Εμφύλιος μετασχηματίστηκε από «συμμοριτοπόλεμο» για τη Δεξιά και «εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο» για την Αριστερά, σε «αδελφοκτόνο» πόλεμο. Ο νέος αυτός συμφιλιωτικός λόγος απαιτούσε την άμβλυνση των εντάσεων που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Όχι πια οι μεμονωμένοι άνθρωποι, αλλά το επίσημο κράτος επέλεξε τη στρατηγική της λήθης, καθώς αυτή η πλευρά της πολιτικής ιστορίας στερείτο δικαίωμα μνήμης, βρισκόμενη σε αντίθεση με το συναινετικό πολιτικό κλίμα. Η λήθη, ως πρόταγμα και ως στρατηγική, αποτυπώθηκε με το γλαφυρότερο τρόπο στο κάψιμο των φακέλων στη Χαλυβουργική (16). Ο Εμφύλιος ήταν ένα παρελθόν το οποίο είτε δεν θα έπρεπε να υπάρχει, είτε θα έπρεπε να «πρυτανεύσει η λογική των Ηροστράτων» (17) και να καταστραφεί σαν τα εκατομμύρια φακέλων της Ασφάλειας που κάηκαν στη Χαλυβουργική (18). Σύμφωνα με τον Κ. Μητσοτάκη: «υπάρχουν σελίδες της Ιστορίας που δεν θέλει κανείς να τις διαβάσει. Τις προσπερνά. Θα επιθυμούσε να μην υπήρχαν» (19). Αντιστοίχως, ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Ι. Κεφαλογιάννης θεωρούσε πως «[…] κανένας πλέον δεν ενδιαφέρεται για το πολιτικό του παρελθόν» (20). Μέσα, λοιπόν, από ένα θεσμικό τρόπο διαχείρισης, η μνήμη του Εμφυλίου αποπολιτικοποιήθηκε. Η αποπολιτικοποίηση αφενός οφείλεται στη μετατόπιση της ανάλυσης από το πολιτικό στο συναισθηματικό πεδίο και αφετέρου στην οιονεί εξίσωση νικητών και ηττημένων και άρα αφορισμού της διάκρισης φίλου και εχθρού.
Στη συγκυρία του 1989, το αίτημα της «κάθαρσης» γέννησε μια νέα διαιρετική τομή ηθικής τάξης, η οποία υπερέβαινε και ακύρωνε σε μεγάλο βαθμό την κλασική πολιτική διαίρεση Αριστερά-Δεξιά, η οποία είχε καθιερωθεί στην Ελλάδα μέσα από τις αντιπαραθέσεις και τις ανακατατάξεις της δεκαετίας του 1940 και του 1950. Από το 1989 και μετά, λοιπόν, η επίκληση στις διαιρέσεις του Εμφυλίου δεν είχε πια νόημα, καθώς δεν διαφοροποιούσε τις πολιτικές ταυτότητες∙ οι διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς στερούνταν νοήματος. Τόσο οι πολιτικές της μνήμης που προηγήθηκαν, όσο και η αύξουσα αποϊδεολογικοποίηση των κομμάτων, μείωσαν τις αναφορές στο παρελθόν στον πολιτικό λόγο και άνοιξαν το δρόμο για την ακαδημαϊκή έρευνα του Εμφυλίου.
Παρ’ όλα αυτά βέβαια, το διαιρετικό παρελθόν συνέχισε να τέμνει στο εσωτερικό της τόσο την αριστερή όσο και τη δεξιά πολιτική ταυτότητα. Ο νέος ανταγωνισμός στο κομμουνιστικό στρατόπεδο μετά τη διάσπαση του 1991, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την αφήγηση για τη δεκαετία του ’40. Το ΚΚΕ μετάλλαξε σταδιακά βασικά χαρακτηριστικά της αφήγησής του για την Αντίσταση και κυρίως για τον Εμφύλιο και το ρόλο του ΔΣΕ, σε μια εμφανή προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από την υπόλοιπη Αριστερά και συνάμα να οικοδομήσει μια νέα «επαναστατική» ταυτότητα. Εφεξής, διεκδικεί την αποκλειστική πατρότητα της Αντίστασης και την επαναστατική κληρονομιά του Εμφυλίου: την «κορυφαία στιγμή ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα» (21) . Εντούτοις, και η ΝΔ για συγκυριακούς λόγους, τόσο λόγω της δημιουργίας του ΛΑΟΣ αλλά και λόγω της πρόσφατης ανόδου του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, δεν δίστασε να διεκδικήσει μερίδιο στην αναμνημόνευση των εμφυλιοπολεμικών επετείων, διεκδικώντας την εκπροσώπηση της πιο παραδοσιακής Δεξιάς και ακροδεξιάς.
------------------------------------------------------
(14) Δηλώσεις Χ. Φλωράκη, Αυγή, Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Τύπος, Τα Νέα: 30-08-1989.
(15) Ένα από τα κύρια πεδία όπου επικεντρώθηκε η κυβερνητική πολιτική της «συγκυβέρνησης» ήταν η θεσμική διαχείριση της μνήμης του Εμφυλίου Πολέμου, καθώς λόγω των ιστορικών της καταβολών είχε αυξημένη αρμοδιότητα διαχείρισης του συγκεκριμένου παρελθόντος. Στις 29 Αυγούστου του 1989, στην 40η επέτειο της λήξης του Εμφυλίου, συντελέστηκε η τυπική άρση των συνεπειών του με την ψήφιση του νόμου 1863/89, ολοκληρώνοντας μια διαδικασία που είχε αρχίσει το 1982 με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
(16)Το 1989 δεν αποτελεί την πρώτη φορά που οι περιβόητοι φάκελοι ρίχνονται στην πυρά. Το 1950 επί κυβερνήσεως Πλαστήρα, ο βενιζελικός στρατηγός Βρασίδας Παπαγιαννόπουλος, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον βασανιστή Μπαϊρακτάρη στη Μακρόνησο, διέταξε να καούν όσοι φάκελοι παρείχαν στοιχεία που δεν αφορούσαν τις καθαρά στρατιωτικές ιδιότητες των πολιτών. Το κάψιμο των φακέλων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια κίνηση «εκδημοκρατισμού» αλλά και ως μια κίνηση συγκάλυψης. Βλ. Φ. Ηλίου, «Οι βιωμένες ιστορίες και η ιστοριογραφική προσέγγιση». Στο: Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης: Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη, το παράδειγμα της Μακρονήσου, Αθήνα: Φιλίστωρ, 2000, σ. 167.
(17) Φ. Ηλίου, Οι φάκελοι, Αθήνα: Θεμέλιο, 1989, σ. 17.
(18) Στο πλαίσιο του νομοσχεδίου για την «άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου», αποφασίστηκε η «αποτέφρωση των ατομικών φακέλων των πολιτικών φρονημάτων» των Ελλήνων πολιτών που κρατούνταν από τα Σώματα Ασφαλείας, με την υπ’αριθμόν 8504/7-14668 υπουργική απόφαση της 28ης Αυγούστου. Η αποτέφρωση αφορούσε περίπου δεκαεφτά εκατομμύρια φακέλους που κρατούνταν στα αστυνομικά τμήματα ολόκληρης της χώρας. Αυτός ο «αδιανόητος» αριθμός, για μια χώρα με λιγότερο από δέκα εκατομμύρια κατοίκους εξηγείται βάσει του ότι κρατούνταν ακόμη οι φάκελοι ατόμων νεκρών όπως και από το γεγονός πως αρκετοί πολίτες είχαν πάνω από ένα φάκελο. Βλέπε Μ. Couroucli, V. Karamanolakis, “Renegotiations of twentieth-century history access to ‘sensitive’ government records and archives in Greece”, Zeithistorische Forschungen/Studies in Contemporary History 10 (2013), σ. 136.
(19) Ελευθεροτυπία, 30.8.1989
(20) Απογευματινή, 27.8.1989
(21) Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, Α΄Τόμος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2001, σ. 638.
Το μνημειακό τοπίο της περιόδου 1974-1989: προς μια συναινετική προσέγγιση;
Τα πολιτικά συμφραζόμενα, το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα καθώς και οι πολιτικές της μνήμης που υιοθετήθηκαν δεν άφησαν το μνημειακό τοπίο ανεπηρέαστο. Η συναινετική προσέγγιση του παρελθόντος αναφορικά με την Αντίσταση αλλά και μετέπειτα με τον Εμφύλιο αποτυπώθηκε και στη μνημειακή πολιτική. Από την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και έπειτα παρατηρείται, λοιπόν, μια αλματώδης αύξηση της ανέγερσης αντιστασιακών μνημείων, δεδομένου πως υπήρξε έμπρακτο κρατικό ενδιαφέρον.
Η δημόσια ιστορική μνήμη της «καθολικής και ενιαίας» Εθνικής Αντίστασης άρχισε κατ’αυτόν τον τρόπο να συγκροτείται και να εκφράζεται μέσα και από την ανέγερση μνημείων. Τα μνημεία ακολούθησαν και αυτά τη νέα ανάγνωση της εθνικής ιστορίας ενισχύοντας την παγιωμένη άποψη που δομούσε για το παρελθόν. Εντούτοις, ήταν σχεδόν αναμενόμενο πως διαφορετικές πολιτικές αρχές θα επέλεγαν να σχηματοποιήσουν διαφορετικές εκδοχές του παρελθόντος. Η δημιουργία και η ανέγερση των μνημείων συνδέθηκε έτσι με συγκεκριμένα ιστορικά αφηγήματα, με μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση απέναντι στη μνήμη της δεκαετίας του 1940, ξεκάθαρη, από την επιλογή των τιμώμενων προσώπων.
Οι δημοτικές αρχές προσκείμενες στην ευρύτερη Αριστερά είναι αυτές που κατά βάση πήραν την πρωτοβουλία για την ανέγερση αντιστασιακών μνημείων, συνεχίζοντας μια προδικτατορική παράδοση διαφοροποίησης από την κεντρική εξουσία. Σε πολλές περιπτώσεις, οι δήμαρχοι ήταν πρώην αντιστασιακοί, οπότε μέσω τέτοιων πρωτοβουλιών εξέφραζαν και τις βιωματικές τους αναφορές. Παράλληλα, υπουργοί της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ όπως η Μελίνα Μερκούρη και ο Αντώνης Τρίτσης (Πολιτισμού και Χωροταξίας αντιστοίχως), έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην αναγνώριση συμβολικών χώρων της Αντίστασης ως «ιστορικών τόπων» και κατ’αυτόν τον τρόπο συνέβαλαν καθοριστικά στη διάσωσή τους και στην ανάδειξή τους (απαλλοτρίωση του κτιρίου της μάντρας που έγινε το μπλόκο της Κοκκινιάς και του «Σπιτιού» της ΕΠΟΝ, αναγνώριση του Στρατοπέδου του Χαϊδαρίου, του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής και της Μακρονήσου ως «ιστορικών τόπων»).
Η μνημειακή θεματική εντοπίζεται κυρίως στην εξύμνηση του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, ηρωίδων της εαμικής Αντίστασης, όπως η Ηρώ Κωνσταντοπούλου και η Παναγιώτα Σταθοπούλου αλλά και στην ανέγερση «απρόσωπων» μνημείων αφιερωμένων στους εκτελεσθέντες αγωνιστές διαφόρων μπλόκων. Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις η πρωτοβουλία για την ανέγερση των μνημείων ανήκε στις ίδιες τις οργανώσεις των αντιστασιακών. Αν και η αποσιώπηση του δωσιλογισμού συνιστά κοινό τόπο για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, οι ελάχιστες αναφορές στους δωσίλογους συναντιούνται μόνο σε μνημεία τα οποία ανεγέρθηκαν με πρωτοβουλία αριστερών και κεντροαριστερών δυνάμεων (όπως στην πλάκα μνήμης για τους πέντε απαγχονισμένους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης στου Ζωγράφου και στην πλάκα για τον λοχαγό του ΕΛΑΣ Γιώργο Βογιατζή στην Κοκκινιά).
Στον αντίποδα, οι δεξιές δημοτικές αρχές έδωσαν προτεραιότητα στη μνημειακή εξύμνηση προσώπων και οργανώσεων που έλαβαν μέρος στην Αντίσταση, αλλά ταυτόχρονα λειτούργησαν ως ένας εναλλακτικός ή/και αντιθετικός πόλος του ΕΑΜ. Ενδεικτικά, τιμήθηκαν ο Ιερός Λόχος, η ΠΕΑΝ, ο Ιωάννης Τσιγάντες, ο Καπετάν Παυλής Γύπαρης, ο Δημήτριος Ψαρρός, ο Ναπολέων Ζέρβας, κ.ά. Μετά την «εθνική συμφιλίωση» του ’89 μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, η έμφαση δόθηκε στην έμπρακτη απεικόνιση της συμφιλίωσης –όπως με το γλυπτό σύμπλεγμα «Εθνική Συμφιλίωση» στην πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα, το οποίο ανεγέρθηκε επί δημαρχίας Μ. Έβερτ (1989) . Μεταγενέστερα, επί δημαρχίας Δ. Αβραμόπουλου, η τίμηση της Εθνικής Αντίστασης «αναβαθμίστηκε» (22), ωστόσο, μέσα σε ένα πλαίσιο όπου και πάλι επιχειρήθηκε η υποτίμηση της κομμουνιστικής συνιστώσας της Αντίστασης, όπως μαρτυρά, έμμεσα, η στήλη στη μνήμη του «θρύλου» του Κωνσταντίνου Κουκίδη.
Οι ανταγωνιστικοί λόγοι που αρθρώνονται για το παρελθόν δημιουργούν μοιραία αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις. Η αντιτιθέμενη μνήμη βρίσκει τρόπους να εκδηλωθεί είτε με την αξιοποίηση της φυσικής φθοράς που υφίστανται οι μνημειακοί χώροι, είτε με την απόσυρση και μη επανατοποθέτηση (Ηρώο του άγνωστου στρατιώτη στο Βαθύλακκο Κοζάνης), είτε με τη βίαιη υφαρπαγή ή ακόμη και την καταστροφή (προτομές του Βαν Φλητ και του Άρη Βελουχιώτη). Οι επίσημες μνημονικές διεργασίες που υιοθετούνται από τις τοπικές πλειοψηφίες δύναται να συναντήσουν ανυπέρβλητους σκοπέλους για την υλοποίησή τους. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα μνημείου που τελικά δεν τοποθετήθηκε διότι προκάλεσε αντιδράσεις και διχαστικούς συνειρμούς είναι ο ανδριάντας του Γεώργιου Γρίβα στο Θησείο (1991).
Η μνημειοποίηση συνδέθηκε, επίσης άρρηκτα, με τη νομοθεσία. Ο νόμος για «την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου» (1989) οδήγησε στην αναγνώριση διαφόρων κοινοτήτων ως «ιστορικών δήμων», όπως εκείνων της Σπερχειάδας και της Καντάνου. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εννοιολόγηση, κατηγοριοποίηση και θεσμοθέτηση των «μαρτυρικών πόλεων και χωριών». Ως «μαρτυρικές πόλεις και χωριά» νοούνται οι πόλεις και τα χωριά τα οποία υπέστησαν μεγάλες καταστροφές από τα ξένα στρατεύματα Κατοχής κατά την περίοδο 1941-1945. Ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται επίσημα με προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 195Α/5-8-2005). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 2000 δημιουργήθηκε το Δίκτυο μαρτυρικών πόλεων & χωριών της Ελλάδος 1940-1945 «Ελληνικά Ολοκαυτώματα», με έδρα τη «μαρτυρική πόλη» των Καλαβρύτων. Το εν λόγω Δίκτυο αποτελείται από 50 Οργανισμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της χώρας (46 Δήμους και 4 Κοινότητες), στην περιφέρεια των οποίων υπάρχουν 90 αναγνωρισμένες «μαρτυρικές πόλεις και χωριά» (23).
Το Δίκτυο έχει ως πρωταρχικό στόχο του την ανάληψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών για τη λήψη και εφαρμογή μέτρων και προγραμμάτων για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης των εκατομμυρίων θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της μνήμης του ελληνικού λαού για τη συνεισφορά του στον αγώνα για τη συντριβή του ναζισμού και του φασισμού και της καταξίωσης των αγωνισθέντων, σφαγιασθέντων, εκτελεσθέντων, διωχθέντων, φυλακισθέντων, μαρτυρησάντων, βασανισθέντων κατοίκων των πόλεων και των χωριών τους κατά τη γερμανική, ιταλική και βουλγαρική Κατοχή. Στο πλαίσιο αυτό διοργανώνει ποικίλλες δραστηριότητες σε συνεργασία με άλλα ευρωπαϊκά δίκτυα και πόλεις, όπως η πρόσφατη έκθεση αρχειακού και φωτογραφικού υλικού «Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος 10 Ιουνίου. Τρείς πόλεις μια ιστορία: Λίντιτσε – Δίστομο – Οραντούρ», στο σταθμό του μετρό Σύνταγμα (1-4 Ιουνίου 2017). Την 10η Ιουνίου, τα ναζιστικά στρατεύματα σκότωσαν τους αμάχους κατοίκους τριών πόλεων: Δίστομο, 1944 (Ελλάδα), Λίντιτσε, 1942 (Τσεχία) και Οραντούρ, 1944 (Γαλλία). Οι τρείς κωμοπόλεις είναι αδελφοποιημένες εδώ και αρκετά χρόνια, συμβολίζοντας τον κοινό αγώνα κατά του ναζισμού και την αξία της ειρήνης.
Ωστόσο, υπάρχουν χωριά τα οποία υπέστησαν μεγάλες καταστροφές και σφαγές, πανομοιότυπες με εκείνες που προκλήθηκαν από τους ναζί, αλλά από τους Έλληνες συνεργάτες τους, όπως το χωριό Ξηρόβρυση Κιλκίς. Η πάνδημη διάσταση της Εθνικής Αντίστασης δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια για μια αναστοχαστική ανάγνωση του παρελθόντος, διότι η αποσιώπηση του φαινομένου του δωσιλογισμού συνιστά αναπόσπαστο μέρος του εθνικού «μύθου». Έτσι, η ιστορία αυτών των χωριών δεν δύναται να εννοιολογηθεί και να κατηγοριοποιηθεί και κατά συνέπεια συνεχίζει να παραμένει εκτός εθνικής ιστορίας.
Η ανέγερση μνημείων αναφορικά με τον Εμφύλιο Πόλεμο συνιστά μια πιο περίπλοκη υπόθεση. Το στρατόπεδο των νικητών, το επίσημο κράτος ξεκίνησε την ανέγερση μνημείων αμέσως μετά το τέλος του Πολέμου. Τα περισσότερα μνημεία αφιερωμένα στους «πεσόντες» του Εμφυλίου ανεγέρθηκαν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 με πρωτοβουλία του Στρατού και φυσικά αφορούν τους «πεσόντες» μόνο της μίας πλευράς, εκείνης των νικητών. Σε αρκετά μνημεία, όπως επί παραδείγματι στα μνημεία που βρίσκονται στην Τριάδα και στο Πρώτο Σερρών, υπάρχει η εξής επιγραφή: «διά τους υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντας 1912-1950». Δύο συμπεράσματα δύναται να εξαχθούν: αφενός πως τιμούνται οι πεσόντες μόνο της μια πλευράς –του Εθνικού Στρατού– καθώς σύμφωνα με τον κυρίαρχο επίσημο λόγο της εποχής οι κομμουνιστές ήταν άθεοι και εχθροί της πατρίδας και αφετέρου μέσα από την αναφορά σε ολόκληρη την περίοδο 1912-1950 κατασκευάζεται ή τουλάχιστον γίνεται προσπάθεια να κατασκευαστεί ένα εθνικό συνεχές: η ιστορία του «διαχρονικού ελληνισμού» από την Αρχαιότητα μέχρι το δραματικό παρόν του μνημείου. Άλλωστε, η έννοια της συνέχειας διατρέχει τη συλλογιστική τόσο του Στρατού, υπεύθυνου για την ανέγερση πληθώρας μνημείων, όπως επί παραδείγματι το μνημείο του «Άγνωστου Στρατιώτη» (24), όσο και του επίσημου κράτους, το οποίο αναπαριστά συγκεκριμένα επεισόδια της εθνικής ιστορίας, εντάσσοντάς τα στο θεωρητικό πλαίσιο της αδιάλειπτης συνέχειας του έθνους. Κατ’αυτόν τον τρόπο, τα μνημεία συμβάλουν στη διάδοση, φυσικοποίηση και επικράτησης της εθνικής ιστορίας ως του μόνου δυνατού και αληθούς ενδεχομένου καθώς επίσης και του ίδιου του έθνους ως του μόνου δυνατού ιστορικού υποκειμένου. Η μνήμη των νεκρών του Εμφυλίου συνδέεται, λοιπόν, σκόπιμα με τη μνήμη των πεσόντων από προηγούμενους πολέμους, μέσω του συμβολικού τρόπου ανασύνδεσης με το εθνικό παρελθόν. Σε πολλά από αυτά τα μνημεία, στα οποία τελούνται μνημόσυνα από τους συγγενείς των νεκρών, συμμετέχουν ακόμη και σήμερα και πολιτικά πρόσωπα, κυρίως από τον χώρο της Δεξιάς, δίνοντας μια ξεκάθαρη πολιτική χροιά.
Η ανέγερση μνημείων αφιερωμένων στην «άλλη πλευρά» ξεκίνησε πολύ πρόσφατα, από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα και σχετίζεται με τη νέα ανάγνωση του Εμφυλίου από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η ανέγερση μνημείων προς τιμή και ανάμνηση του κομμουνιστικού στρατοπέδου συνιστά το υλικό μέρος της νέας ερμηνείας του ΚΚΕ αναφορικά με τον Εμφύλιο και το ρόλο του ΔΣΕ. Η νέα ιστορική ανάγνωση είχε ως αφετηρία το 1996, επέτειο των 50 χρόνων από την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο αγώνας του ΔΣΕ ενώ παλαιότερα εκλαμβανόταν ως «η συνέχεια του αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που επιβλήθηκε από την επέμβαση των ιμπεριαλιστών και την ανοιχτή τρομοκρατία του μοναρχοφασισμού» ανάγεται πλέον στην «κορυφαία στιγμή ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα» (25). Ο Εμφύλιος Πόλεμος αποτελεί, λοιπόν, την κλιμάκωση της ταξικής πάλης, την κορυφαία ταξική σύγκρουση, σε μια ανάλυση που περνάει από την έμφαση στο πατριωτικό-εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο στο κοινωνικοταξικό, ως το εξέχον διακύβευμα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ΚΚΕ ξεκίνησε να δημιουργεί πληθώρα «μνημείων – συμβόλων για το μεγαλείο των μαχητών του ΔΣΕ» (26), όπως το μνημείο στην περιοχή Καζανάκι για τους 156 εκτελεσθέντες μέλη του ΚΚΕ την περίοδο Δεκέμβρης 1947 - Σεπτέμβρης 1949 (2001), το μνημείο στη Λυκόρραχη (2006), η προτομή του Πέτρου Κόκκαλη στη θέση Βέρτενικ στο Γράμμο (2008), το μνημείο για τον ΔΣΕ στην περιοχή Λαιμός (2008), η τιμητική πλάκα για τον υποστράτηγο του ΔΣΕ Νίκο Θεοχαρόπουλο (Σκοτίδα) στην Κρυσταλλοπηγή (2012), το μνημείο για τον ταγματάρχη της 3ης Μεραρχίας του ΔΣΕ Καπετάν Πέρδικα στο Μαίναλο (2013), το μνημείο των εκτελεσμένων στην Τρίπολη (2015), το μνημείο των εκτελεσμένων με απόφαση του Εκτακτου Στρατοδικείου Τρίπολης την περίοδο 1947-1949 (2015), το μνημείο των νεκρών της Φλώρινας (2016), το μνημείο στο Τρίκερι (2016), το μνημείο στην Κερπινή Αρκαδίας (2016) κ.α.
Οι νέοι «τόποι μνήμης» που στήνονται εξυμνώντας τη «μία μεριά» η οποία για δεκαετίες δεχόταν το βδέλυγμα της «άλλης», συνιστούν μια προσπάθεια προβολής των αξιών και των ιδανικών των ηττημένων του Εμφυλίου στο σήμερα. Οι αξίες και τα ιδανικά της μιας παράταξης βρίσκονται σε αέναη σύγκρουση με τις αξίες και τα ιδανικά της άλλης σε έναν συμβολικό μνημονικό πόλεμο, ο οποίος δεν φαίνεται να κοπάζει. Η συμπερίληψη των πεσόντων και από τα δύο στρατόπεδα του Εμφυλίου είναι εφικτή, μάλλον, μόνο όταν οι ιδεολογικοί διαχωρισμοί μεταξύ τους καταρρεύσουν ολότελα: «Τιμή σ’αυτούς που θυσιάστηκαν για ελευθερία, εθνική ανεξαρτησία αλλά και για πανανθρώπινες ιδέες και αξίες όπως ο καθένας τις εννοoύσε» (επιγραφή στο μνημείο πεσόντων στο Νεστόριο).
------------------------------------------------------
(22) Γ. Παπακονδύλης, «Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος στη μνημειακή πολιτική του Δήμου Αθηναίων επί δημαρχίας Δ. Αβραμόπουλου 1995-2002», Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2011-2012 [αδημοσίευτη σεμιναριακή εργασία].
(23)Λεύκωμα: Ελληνικά Ολοκαυτώματα 1940-1945, Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας περιόδου 1940-1945, Αθήνα: Α. Α. Λιβάνη, 2010.
(24) Το μνημείο του «Άγνωστου Στρατιώτη» είναι αφιερωμένο στους πεσόντες στρατιώτες του Α΄ (1912-1913) και του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (1913), του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), στις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Μεσημβρινή Ρωσία (1919), της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1945), στις επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στην Κορέα (1950-1953) και στην Κύπρο (1974). Βλέπε http://www.geetha.mil.gr/media/21noe/agnostos-stratiotis.pdf
(25) Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1949, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2001, τόμ. Α, σ. 638.
(26) http://dse.kke.gr/mnimio-stin-lykorrachi/